- φιλοτεχνικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη φιλοτεχνία ή το φιλότεχνο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλοτεχνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοτεχνία ή στον φιλοτέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλότεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] … Dictionary of Greek